- ξεβοτανίζω
- ξεβοτάνισα, ξεβοτανίστηκα, ξεβοτανισμένος, ξεριζώνω τα βλαβερά χορτάρια από καλλιεργημένη έκταση, αλλ. ξεχορταριάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεβοτανίζω — ξεβοτανίζω, ξεβοτάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεβοτανίζω — ξεριζώνω και μαζεύω τα άγρια χόρτα που φυτρώνουν ανάμεσα στα ήμερα, βοτανίζω, ξεχορτιαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ βοτανίζω (αόρ. ἐξ εβοτάνισα) (βλ. και λ. ξ[ε] *)] … Dictionary of Greek
ξεβοτάνισμα — το [ξεβοτανίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεβοτανίζω, η αφαίρεση τών βλαβερών χορταριών από καλλιεργημένο χωράφι, βοτάνισμα … Dictionary of Greek
εκβοτανίζω — ἐκβοτανίζω (Μ) ξεβοτανίζω, αφαιρώ τα περιττά ή επιβλαβή χορτάρια … Dictionary of Greek
ριζολογώ — ῥιζολογῶ, έω, ΝΑ, και ριζολογώ, άω, Ν 1. μαζεύω ρίζες, ιδίως φαρμακευτικές 2. ξεριζώνω άγρια χόρτα, ξεβοτανίζω αρχ. μτφ. καταστρέφω, εξολοθρεύω («καθόλου πάντας τυράννους ῥιζολογήσας», Διόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + λογῶ (< λόγος*)] … Dictionary of Greek
ξεβοτάνισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεβοτανίζω, το ξεχορτάριασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχορταριάζω — ξεχορτάριασα, ξεχορταριάστηκα, ξεχορταριασμένος, βγάζω, ξεριζώνω τα άγρια χόρτα από κάπου, βοτανίζω, ξεβοτανίζω: Ξεχορταριάσαμε τον κήπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)